ανατατικός

ανατατικός
-ή, -ό (Α ἀνατατικός, -ή, -όν) [ανατείνω]
νεοελλ.
1. αυτός που τείνει προς τα επάνω
2. αυτός που προκαλεί ανάταση
αρχ.
απειλητικός, αλαζονικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνατατικόν — ἀνατατικός threatening masc acc sg ἀνατατικός threatening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατατικαῖς — ἀνατατικός threatening fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατατικοί — ἀνατατικός threatening masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατατικῆς — ἀνατατικός threatening fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατατική — ἀνατατικός threatening fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατατικῶς — ἀνατατικός threatening adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατατικάς — ἀνατατικά̱ς , ἀνατατικός threatening fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”